- τλησικάρδιον
- τλησῑκάρδιον , τλησικάρδιοςhard-heartedmasc/fem acc sgτλησῑκάρδιον , τλησικάρδιοςhard-heartedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.